ὤμνυμεν

ὤμνυμεν
ὄμνυμι
swear
imperf ind act 1st pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • έναγχος — ἔναγχος (Α) επίρρ. 1. πρόσφατα, πριν από λίγο (α. «αὐτοὶ γὰρ ἔναγχος ἠκούετε ἐν τῇ ἐκκλησία», Λυσ. β. [και με το άρθρο το] «τὸ δ ἔναγχος οὐχ ἅπαντες ἡμεῑς ὤμνυμεν», Αριστοφ.) 2. φρ. α) «τὸ ἔναγχος πάθος» η πρόσφατη δυστυχία β) «ἔναγχος τοῡ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”